Η υπόθεση μίας συντεταγμένης «Ελληνικής Ενεργειακής Πολιτικής» είναι παλιά και επιβαρυμένη από κοντόφθαλμες εκτιμήσεις και άστοχες προσεγγίσεις του παλαιοκομματικού συστήματος. Επί σειρά δεκαετιών, η χώρα μας παρακολουθούσε παθητικά τις ευκαιρίες να την προσπερνούν και αρνιόταν πεισματικά να τις εκμεταλλευτεί. Στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, η Άγκυρα δεν «άφηνε τίποτα στην τύχη του» συναλλασσόμενη παράλληλα με την Ρωσία, το Ιράν, το Αζερμπαϊτζάν και το Ιράκ, δηλαδή όλους τους μείζονες παραγωγούς υδρογονανθράκων της ευρύτερης περιοχής, μετατρεπόμενη, έτσι, σε σημαντικό κόμβο επί του «Ενεργειακού Διαδρόμου Ανατολής-Δύσης», ήτοι του σύγχρονου «Δρόμου του Μεταξιού».
Με την ως άνω πολιτική, απέκτησε πρόσβαση σε φθηνή ενέργεια, η οποία με τη σειρά της στήριξε τη δυναμική οικονομική ανάπτυξη της τελευταίας δεκαπενταετίας των κυβερνήσεων του «Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Αξίζει να σημειωθεί ότι σχεδόν το 50% του εισαγόμενου στην Τουρκία φυσικού αερίου αφορά την παραγωγική δραστηριότητα, με τη βιομηχανία να αποτελεί τον πρώτο κλάδο απορρόφησης των ευμεγεθών ποσοτήτων. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα – εν απουσία άξιας λόγου βιομηχανικής παραγωγής – εισάγει ελάχιστες ποσότητες, οι οποίες σχετίζονται κυρίως με την ηλεκτροπαραγωγή και δι’ αυτής την οικιακή χρήση.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με τις κυβερνήσεις του Τουργκούτ Οζάλ, αλλά και μετέπειτα, η Τουρκία χάραξε μία φιλόδοξη ενεργειακή στρατηγική με στόχο την ομαλή και σταθερή πρόσβαση σε φθηνό φυσικό αέριο και πετρέλαιο από διαφοροποιημένους παραγωγούς. Προχώρησε σε συμφωνίες και υλοποίησε σταδιακά τον «Αγωγό των Ανατολικών Βαλκανίων», τον «Πετρελαιαγωγό Μπακού-Τιφλίδα-Τσεϊχάν» καθώς και τον αντίστοιχο του φυσικού αερίου που κατέληξε στο Ερζερούμ, τον τουρκοϊρανικό «Ταυρίδα-Ερζερούμ» και φυσικά τους δίδυμους υποθαλάσσιους «Blue Stream» από την Ρωσία. Παράλληλα, ανέπτυξε ένα σύγχρονο πλαίσιο έρευνας και εξόρυξης προχωρώντας σε γεωτρήσεις σε σημαντικά σημεία της επικράτειάς της μέσω της «TPAO», του πετρελαϊκού κολοσσού της.
Πως αντιμετώπιζαν όλο αυτόν τον ορυμαγδό εξελίξεων οι εν Ελλάδι κυβερνήσεις; Όσον αφορά την εγχώρια παραγωγή, παραμέναμε στη… Θάσο! Οι εγκαταστάσεις στον Πρίνο ήταν η αρχή και το τέλος των ελληνικών υδρογονανθράκων, ενώ κάθε συζήτηση για άλλα κοιτάσματα αποτελούσε συνωμοσία και παραφιλολογία. Στο επίπεδο της διαμετακόμισης υδρογονανθράκων προς τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε. και το εσωτερικό των Βαλκανίων, περίσσευαν τα «μεγάλα λόγια» αλλά απουσίαζε η ουσία, η οποία αφορούσε αφ’ ενός την ενίσχυση των αποθηκευτικών εγκαταστάσεων υγροποιημένου αερίου της Ρεβυθούσας με σημαντικές διεθνείς συνεργασίες και αφ’ ετέρου τη δημιουργία ενός βραχίονα, όπως ο – υλοποιούμενος σήμερα – αγωγός «TAP» που θα συνιστά ενεργειακό τροφοδότη και των βόρειων γειτόνων μας.
Σήμερα η ολοκλήρωση του TAP και η διεύρυνση των εγκαταστάσεων της Ρεβυθούσας προστίθενται στην ανάπτυξη των ερευνητικών δραστηριοτήτων στη Δυτική Ελλάδα και στην παραχώρηση θαλάσσιων τεμαχίων, ενώ αποκορύφωμα των προσπαθειών ανάληψης κομβικού ρόλου αποτελεί ο λεγόμενος «East Med», ο οποίος θα είναι υποθαλάσσιος και θα συνδέει τα κυπριακά και τα ισραηλινά κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου με την Κρήτη, την ηπειρωτική Ελλάδα και την Ε.Ε.. Ο East Med δεν είναι πλέον ένας «αστήρικτος ευσεβής πόθος» αλλά η υλοποίησή του είναι εφικτή χάρη στις συμμαχίες, που η παρούσα κυβέρνηση θεμελίωσε και διεύρυνε με τη Λευκωσία, το Τελ Αβίβ και το Κάϊρο.
Ο εν λόγω αγωγός θα συμβάλει καθοριστικά στην ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια και κατ’ επέκταση στην ανάδειξη του γεωπολιτικού ρόλου της χώρας μας. Παράλληλα, θα επανατοποθετήσει την Ελλάδα στο χάρτη της «διπλωματίας των αγωγών» βγάζοντας αυτή από τον παραγκωνισμό, στον οποίο την είχαν καταδικάσει οι παρελθούσες πολιτικές ηγεσίες. Οι κατάλληλες συνθήκες έχουν καλλιεργηθεί με συντονισμένες προσπάθειες για τη στρατηγική με την επικείμενη συνάντηση στην Κρήτη να αποτελεί το επιστέγασμα αυτών.
Εφημερίδα ‘Νέα Σελίδα’, 13/1/2018