Το πολυνομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών σηματοδοτεί το τέλος της επιτροπείας και το αποφασιστικότερο βήμα της χώρας προς την έξοδο από τα μνημόνια και τα δυσβάστακτα μέτρα. Είναι ένα σχέδιο νόμου, το οποίο αποτελεί το τελευταίο επεισόδιο μιας συντελούμενης προσπάθειας για επιστροφή στην κανονικότητα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας πριν περίπου δύο χρόνια και το πρώτιστο μέλημά του ήταν η υλοποίηση μιας ευρύτατης δημοσιονομικής προσαρμογής υπό αντίξοες συνθήκες. Η διεθνής συγκυρία και η κληρονομηθείσα κατάσταση υποχρέωσε την κυβέρνηση να λάβει και επώδυνες αποφάσεις.
Η υλοποίηση του προγράμματος από τη σημερινή κυβέρνηση διαφέρει επί δύο κρισιμότατων ζητημάτων. Πρώτον, η ρύθμιση των 100 δόσεων προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία, το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης, η διανομή του πλεονάσματος του 2016 στους χαμηλοσυνταξιούχους, η δωρεάν πρόσβαση 2,5 εκατομμυρίων ανασφάλιστων στα δημόσια νοσοκομεία συνιστούν μόνο μερικά απτά παραδείγματα ενός προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής με κοινωνικό, όμως, πρόσημο. Πρόταγμα της κυβέρνησης παραμένει η ανακούφιση των ευπαθών ομάδων δεδομένου του ασφυκτικού χρηματοδοτικού πλαισίου.
Το δεύτερο ζήτημα αφορά την αποτελεσματικότητα. Οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ είχαν υιοθετήσει μια νεοφιλελεύθερη πολιτική ατζέντα κατά τρόπο εμμονικό και ιδεοληπτικό χωρίς να τη συνδέουν με τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου και τα ουσιαστικά διακυβεύματα της ελληνικής οικονομίας. Ακολούθησαν μια στείρα πολιτική επί σειρά ετών, η οποία αφαίμαξε τους πολίτες δίχως να δίνει κάποια προοπτική και ελπίδα. Αντιθέτως, η σημερινή κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε αποκομίζοντας ανταλλάγματα για κάθε ένα ευρώ μέτρων. Στον τελικό απολογισμό, τα θετικά μέτρα υπερσκελίζουν τις απώλειες.
Αναφορικά με το πολυνομοσχέδιο, το οποίο δεσπόζει στην επικαιρότητα, αποτελεί το επιστέγασμα μιας μεγάλης διετούς προσπάθειας για την έξοδο από την κρίση. Οι σαφείς δεσμεύσεις και το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης της απομείωσης του χρέους αποτελούν βασικότατη πτυχή της επιτυχίας των «ανικάνων», των «ερασιτεχνών» και των «λαϊκιστών». Αντιθέτως, οι «ικανοί» και οι «επαγγελματίες» της πολιτικής, πιστοί στη «γραμμή Σόϊμπλε», όχι μόνο απέφευγαν να θέσουν οποιοδήποτε αίτημα σχετικό με το χρέος αλλά υποστήριζαν ότι δεν αποτελεί πρόβλημα θεωρώντας αυτό βιώσιμο.
Τα αντίμετρα συνιστούν την άλλη πτυχή. Αλήθεια, γιατί η ΝΔ δεν υπερψηφίζει τη μείωση της φορολόγησης των επιχειρήσεων από το 29% στο 26%; Τα στελέχη της καθημερινά δεν εξαγγέλλουν μειώσεις φόρων άμα τη αναλήψει της διακυβέρνησης του τόπου; Αυτή η μονότονη και εμμονική επανάληψη του «όχι» ξεφεύγει από τα όρια του αντιπολιτευτικού λόγου. Η μη ψήφιση των αντιμέτρων ή η άρνηση, για παράδειγμα, ψήφισης του εξωδικαστικού συμβιβασμού, πριν λίγο καιρό, αποτελούν μνημεία πολιτικής αλαζονείας και εμπάθειας χωρίς περίσκεψη του εθνικού συμφέροντος, χωρίς ευαισθησία προς την ελληνική κοινωνία που οι ίδιοι οδήγησαν στην απόγνωση.
Η εγγύηση της επιτυχίας του παρόντος προγράμματος συνίσταται στην αξιοπιστία, η οποία έχει κερδηθεί έως τώρα. Ενώ, πριν το 2015, ήμασταν μονίμως εκτός προβλέψεων και στόχων εξαπατώντας τους εταίρους μας, η παρούσα κυβέρνηση αποδεικνύεται μάλλον συντηρητική στις εκτιμήσεις της υπέρ-αποδίδοντας σε όλους της τους στόχους. Συνεπώς, τι ωθεί την αντιπολίτευση να υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση δε θα εφαρμόσει το πακέτο των αντιμέτρων; Η ίδια εμμονή και αλαζονεία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πατρίδα μας έχει υποφέρει πολλά. Ο ελληνικός λαός έχει ματώσει και το στοίχημα των πολιτικών δυνάμεων δε θα πρέπει να είναι η άσκηση μικροπολιτικής και στείρας κριτικής. Οφείλουμε να τιμήσουμε τις θυσίες των πολιτών. Ο τελευταίος λίθος της προσπάθειάς μας είναι ο θεμέλιος λίθος μιας νέας εποχής. Αρκεί να το πιστέψουμε και να το στηρίξουμε με όλες μας τις δυνάμεις.
Ιστοσελίδα ‘newpost’, 18/5/2017