Η μεγάλη πληγή, που άνοιξε κατά τα χρόνια της κρίσης, σχετίζεται αναμφίβολα με την ανεργία τόσο εκείνων που βρίσκονταν ένα βήμα πριν τη συνταξιοδότηση, όσο και των νέων ανθρώπων οι οποίοι είτε αναγκάζονταν να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό αναζητώντας μια αξιοπρεπή εργασία, είτε παρέμειναν στη χώρα υφιστάμενοι αρκετές φορές την εργοδοτική ασυδοσία. Η συγκεκριμένη περιγραφή αποτυπώνει την κατάσταση, που έχει βιώσει η ελληνική κοινωνία μετά το 2010 και δε θα ήταν υπερβολή να χαρακτηρισθεί «εργασιακός μεσαίωνας».
Από την εργασιακή απορρύθμιση των κυρίων Βρούτση και Μητσοτάκη οφείλουμε να μεταβούμε στην ευρωπαϊκή κανονικότητα της ομαλής καταβολής εισφορών και μισθών, της μη απόκρυψης της υπερωριακής απασχόλησης, της ισότιμης αντιμετώπισης των ατόμων με ειδικές ανάγκες και του δίκαιου υπολογισμού της γονικής, της αναρρωτικής ή της εκπαιδευτικής άδειας. Με στόχο τα προαναφερθέντα, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία υπερψήφισε την πρόταση νόμου της σημερινής κυβέρνησης για την ρύθμιση – μεταξύ άλλων – των εργασιακών σχέσεων και πτυχών του ασφαλιστικού συστήματος.
Ποιοι, όμως, αρνήθηκαν να υπερψηφίσουν; Ή, για να θέσω σαφέστερα το ερώτημα, ποια συμφέροντα προασπίζονται όσοι καταψήφισαν την πρόταση νόμου; Προφανώς αυτών των ημετέρων, οι οποίοι βαπτίστηκαν «επιχειρηματίες» με «νονούς» τους κυβερνώντες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ και «δώρα» τα θαλασσοδάνεια, τη συστηματική απαξίωση των ελεγκτικών μηχανισμών και τις κρατικές ενισχύσεις.
Πιστεύει κανείς ότι η χώρα μπορεί να συνεχίσει να πορεύεται με τον ίδιο τρόπο; Πρόταγμα οφείλει να είναι η προσέλκυση των επενδύσεων χάριν της υγιούς επιχειρηματικότητας, δηλαδή χάριν των κεφαλαιούχων οι οποίοι θα επανεπενδύουν τα κέρδη τους και δε θα τα μετατρέπουν σε φιλοδωρήματα προς υπουργούς και βουλευτές. Αυτό ακριβώς περιέγραψε πρόσφατα και ο Πρωθυπουργός στη συνέντευξη τύπου, την οποία παραχώρησε στο περιθώριο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης:
«Κάνουμε πολύ μεγάλη προσπάθεια να πολεμήσουμε παθογένειες όπως η γραφειοκρατία και η καθυστέρηση στην έκδοση δικαστικών αποφάσεων που δεν έγιναν όμως κατά τη δική μας θητεία. Η διαφορά μας με τη νεοφιλελεύθερη άποψη είναι ότι εμείς θέλουμε υγιές επιχειρηματικό περιβάλλον, να προστατεύσουμε τις εργασιακές σχέσεις και το περιβάλλον. Αν καταστρέψουμε το περιβάλλον και το ανθρώπινο κεφάλαιο δεν θα έχουμε παραγωγή στη χώρα.»
Αυτό ακριβώς οφείλει να είναι το διακύβευμα της πολιτικής μας και όχι φυσικά η διατήρηση ενός πλαισίου αδιαφάνειας και διαπλοκής στην αγορά εργασίας. Οι υγιείς επιχειρήσεις και οι επιχειρηματίες, οι οποίοι επιθυμούν εν τέλει να αφήσουν ένα θετικό αποτύπωμα στη χώρα, επιζητούν οι ίδιοι αφ’ ενός την πάταξη της γραφειοκρατίας για να μην υπάρχουν «παραθυράκια» και αφ’ ετέρου την αυστηροποίηση των ελέγχων από τις κρατικές υπηρεσίες για να μη νοθεύεται ο ανταγωνισμός.
Η συγκεκριμένη λογική βρίσκεται στον αντίποδα των νεοφιλελεύθερων εμμονών υπέρ της διάλυσης κάθε κρατικής δομής, της στείρας καταβαράθρωσης των μισθών και του ξεπουλήματος «όσο όσο» των περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου. Ποιος ξεχνά, άλλωστε, το αμίμητο «αγοράστε Ελλάδα τώρα που είναι φθηνά» του Αντιπροέδρου της Νέας Δημοκρατίας;
Το ποσοστό της ανεργίας έχει μειωθεί, σήμερα, στο 21,7% καταγράφοντας μια πτωτική δυναμική. Περιθώριο για πανηγυρισμούς δεν υπάρχει, αλλά είναι εύλογα δικαιολογημένη η αισιοδοξία μας για ένα καλύτερο μέλλον. Όσον αφορά τους καταβαλλόμενους μισθούς, η καθοδική πορεία τους έχει ήδη ανακοπεί και σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, επτά στους δέκα κύριους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας παρουσιάζουν πλέον οριακές αυξήσεις στα μισθολόγιά τους. Η ελπίδα έχει επιστρέψει και οι σκληρές θυσίες των πολιτών δικαιώνονται.
Εφημερίδα ‘Kontranews’, 17/9/2017