Στην κατάργηση του Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Παρνασσού και του Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Οίτης, Κοιλάδας Σπερχειού και Μαλιακού Κόλπου άσκησε για μία ακόμη φορά κριτική ο Βουλευτής Φθιώτιδας και Αναπληρωτής Τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Προοδευτική Συμμαχία, Γιάννης Σαρακιώτης. Αφορμή της δημόσιας παρέμβασης του κ. Σαρακιώτη αποτέλεσε η εξέλιξη της κοινοβουλευτικής συζήτησης για το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Περιβάλλοντος με θέμα «Εθνικός Κλιματικός Νόμος – Μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα και προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή». Όπως τονίζει ο Βουλευτής Φθιώτιδας:
«Η Κυβέρνηση παραμένει αμετανόητα προσηλωμένη στην εφαρμογή του καθιερωμένου πλέον στη συνείδηση των πολιτών ως “περιβαλλοντοκτόνου” νόμου του κ. Χατζηδάκη (Ν. 4685/2020), με τον οποίο αφαίρεσε τις περισσότερες ουσιαστικές αρμοδιότητες άσκησης ελέγχου από τους Φορείς Διαχείρισης των Προστατευόμενων Περιοχών κατά τη διαδικασία περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων. Αποφεύγοντας να δώσει ουσιαστικές απαντήσεις στις κραυγές αγωνίας των περιβαλλοντικών οργανώσεων, η Ν.Δ. προέβη πρόσφατα στην έκδοση υπουργικών αποφάσεων για την κατάργηση του Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Παρνασσού και του Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Οίτης, Κοιλάδας Σπερχειού και Μαλιακού Κόλπου και την υπαγωγή τους στον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (Ο.ΦΥ.ΠΕ.Κ.Α.).
Η εμμονή της Κυβέρνησης στον συγκεντρωτισμό και η βαθιά αποστροφή της απέναντι στη δημοκρατική και αποκεντρωμένη διαχείριση των εν λόγω ζητημάτων, είναι ευθέως αντίθετη στη νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α. (Ν. 4519/2018) μέσω της οποίας θεσπίστηκε για πρώτη φορά ένα καινοτόμο, σύγχρονο και λειτουργικό πλαίσιο διαχείρισης των Προστατευόμενων Περιοχών σε ολόκληρη τη χώρα. Παρά τις αλλεπάλληλες κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – Προοδευτική Συμμαχία, σε συνέχεια των δίκαιων αντιδράσεων από δεκάδες περιβαλλοντικές οργανώσεις, περιβαλλοντικά κινήματα και συλλογικότητες, φορείς προστατευόμενων περιοχών και εργαζομένων σε αυτούς, η Κυβέρνηση της Ν.Δ. συνεχίζει να αγνοεί τη βούληση των τοπικών κοινωνιών, απαξιώνοντας συνάμα την τεχνογνωσία και την εμπειρία των στελεχών των αποκεντρωμένων υπηρεσιών που μπορούν να διασφαλίσουν την ευελιξία και την αποτελεσματική λειτουργία των εν λόγω φορέων».