Ομιλία στο πλαίσιο της ετήσιας τακτικής Γενικής Συνέλευσης της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, παρέθεσε ο Βουλευτής Φθιώτιδας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Προοδευτική Συμμαχία και Τομεάρχης Δικαιοσύνης Γιάννης Σαρακιώτης, εκπροσωπώντας το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Όπως είχε την ευκαιρία να επισημάνει ο κ. Σαρακιώτης: «Προσεγγίζοντας ακροθιγώς το πλαίσιο μέσω στο οποίο διεξάγεται η δημόσια συζήτηση αυτή την περίοδο σε σχέση με τα τεκταινόμενα στο χώρο της Δικαιοσύνης θα ήθελα να εστιάσω σε τρία σημεία. Τη συζήτηση που έχει ανοίξει επ’ αφορμή των αλλαγών που προωθούνται και αφορούν την 7η κατά σειρά τροποποίηση των Ποινικών Κωδίκων μέσα σε μόλις 4 έτη. Γεγονός που αποδεικνύει την έλλειψη σοβαρού συνεκτικού κυβερνητικού σχεδίου για την απονομή δικαιοσύνης. Τη συζήτηση που λαμβάνει χώρα για το νέο Δικαστικό Χάρτη, όπου και προτείνεται η κατάργηση των Ειρηνοδικείων και 5 Εφετείων, κάποια εκ των οποίων ιδρύθηκαν μόλις προ δεκαετίας!
Και τη συζήτηση περί του σεβασμού των αρχών του Κράτους Δικαίου. Αντί να μιλάμε για την ταχύτητα και την αποφασιστικότητα υιοθέτησης μέτρων περαιτέρω εμβάθυνσης και εμπέδωσής του, δυστυχώς βρισκόμαστε ενώπιον μιας βαθιάς οπισθοδρόμησης και περιστολής κατακτήσεων προηγούμενων δεκαετιών. Ενός δημοκρατικού κεκτημένου για τη θεμελίωση του οποίου η ελληνική κοινωνία αλλά και ο νομικός κόσμος της πατρίδας μας έχουν αγωνιστεί κατά το παρελθόν. Η αρνητική αξιολόγηση της χώρας μας και στην πρόσφατη έκθεση της World Justice Project οφείλεται στο σκάνδαλο των υποκλοπών και σε ό,τι ακολούθησε με την πρωτοφανή προσπάθεια συγκάλυψης και συσκότισης των ερευνών από την πλευρά της Κυβέρνησης. Οι πολίτες αναμένουν με αγωνία την κατάληξη των δικαστικών ερευνών για τις παράνομες υποκλοπές συνομιλιών εις βάρος Αρχηγών πολιτικών κομμάτων, Υπουργών και των οικογενειών τους, της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων, δικαστικών, επιχειρηματιών και δημοσιογράφων. Πιστεύουμε ότι οι Έλληνες Εισαγγελείς θα σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Η Ελλάδα της βαθιάς δημοκρατικής παράδοσης οφείλει να αποτελεί την ευρωπαϊκή εμπροσθοφυλακή στην προστασία του Κράτους Δικαίου και όχι τον ευρωπαικό ουραγό.
Και έρχομαι στο θέμα των τροποποιήσεων των Ποινικών Κωδίκων καθώς χτες ο κύριος Υπουργός Δικαιοσύνης, μεταξύ άλλων, δήλωσε ότι δεν θα προχωρήσει ποτέ σε συγκρότηση νομοπαρασκευαστικών επιτροπών για την επεξεργασία μείζονος σημασίας νομοθετημάτων καθώς “αυτές αποτελούνται από ανθρώπους που υπόκεινται σε δεσμεύσεις και ανθρώπους που νομοθετούν για τους πελάτες τους”.
Τα ως άνω συνιστούν βαρύτατες κατηγορίες για κορυφαίους δικαστές, εισαγγελείς, πανεπιστημιακούς, δικηγόρους που έχουν εργαστεί τα τελευταία χρόνια για την αναμόρφωση του δικαιϊκού μας συστήματος και οφείλουμε όλοι να αναλογιστούμε τις συνέπειες τέτοιου είδους λεγομένων ως προς το αίσθημα εμπιστοσύνης των πολιτών προς τη Δικαιοσύνη, ιδίως όταν προέρχονται από ανθρώπους που κατέχουν μείζονος θεσμικής βαρύτητας αξιώματα.
Θεωρώ όμως επιβεβλημένο να αποκατασταθεί η ζημία που προκαλούν τέτοιου είδους απαξιωτικές δηλώσεις. Και θα αναφερθώ ενδεικτικά στη διαδικασία προετοιμασίας των αλλαγών στους Ποινικούς Κώδικες που τέθηκαν σε ισχύ τον Ιούλιο του 2019.
Αποτέλεσαν τους καρπούς πολυετών εργασιών στις οποίες συμμετείχαν εμβληματικές φυσιογνωμίες της νομικής κοινότητας. Διαπνέονταν από τον σκοπό της εμπέδωσης της φιλελεύθερης λειτουργίας και της αποκατάστασης της αξιολογικής ενότητας του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και έθεταν τη βάση για το άνοιγμα ενός “ενάρετου κύκλου”, της επανεκκίνησής του μετά από επτά δεκαετίες. Η μεταρρύθμιση αυτή κατέτεινε κυρίαρχα στη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των πολιτών απέναντι στην ποινική εξουσία, στην επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας, στην ειλικρίνεια των ποινών και εν τέλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας στη Δικαιοσύνη.
Αντί της παραπάνω πρακτικής σήμερα βλέπουμε πέραν των απαξιωτικών χαρακτηρισμών, ένα δήθεν μεταρρυθμιστικό οίστρο του οποίου το κύριο στοιχείο είναι ο ποινικός λαϊκισμός, ο οποίος κραδαίνει τη ρομφαία της ποινικής αυστηρότητας, επιδιώκοντας την καλλιέργεια εντυπώσεων. Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο προβλέπει τη φυλάκιση ως το φάρμακο διά πάσα νόσον, στο επίπεδο πρόβλεψης μεγαλύτερων ποινών, στη φάση της επιβολής από το δικαστή και τέλος στο στάδιο της έκτισης. Χαρακτηριστικό είναι ότι διευρύνει τις περιπτώσεις εγκλεισμού στη φυλακή ανηλίκων, αν και είναι γνωστό ότι αυτοί περισσότερο χρειάζονται εκπαίδευση και αγωγή παρά τιμωρία και φυλάκιση. Η αυστηροποίηση των ποινών εκτιμάται ότι, ελάχιστα θα επηρεάσει τη βαριά εγκληματικότητα. Αν άλλωστε αυτή είναι η λύση γιατί δεν το έχουν επιτύχει ήδη μετά τις 6 προηγούμενες τροποποιήσεις των τελευταίων 4 ετών;
Κανείς δεν αποτρέπεται από τη διάπραξη ενός εγκλήματος γιατί η ποινή π.χ. για τη ληστεία είναι 15 ή 20 έτη. Αντίθετα άλλα μέτρα και ιδίως η βεβαιότητα για τη σύλληψη έχουν μεγάλη σημασία. Επιπλέον, εξισώνει ποινικά την απόπειρα του εγκλήματος με το τετελεσμένο έγκλημα. Το ίδιο κάνει και με τη συνέργεια, καθώς προβλέπεται ίδια ποινή μ’ αυτή του αυτουργού (!) παραβιάζοντας έτσι την αρχή της αναλογικότητας.
Καταδεικνύουν τα ανωτέρω τον αποσπασματικό και πρόχειρο τρόπο που νομοθετεί η σημερινή Κυβέρνηση, ο οποίος λαμβάνει υπ’ όψιν την πολιτική συγκυρία και την ειδησεογραφία. Οι επεμβάσεις σε βασικά θεσμικά νομοθετήματα της χώρας πρέπει να πραγματοποιούνται με την απαιτούμενη ψυχραιμία και νηφαλιότητα. Στη βάση τεκμηριωμένων μελετών και όχι με σκοπό πρόκλησης εντυπώσεων».