Η ρητορική της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και των συνοδοιπόρων της, αναφορικά με τη διαπλοκή των οικονομικών συμφερόντων με την πολιτική εξουσία, προκαλεί πραγματικά αλγεινή εντύπωση. Ουδείς νοήμων πολίτης ανέμενε από ένα κυβερνητικό κόμμα με στελέχη, τα οποία διαθέτουν μακρά εμπειρία στη διακυβέρνηση της χώρας, να επιδεικνύει τέτοια αλαζονεία, τέτοια αμετροέπεια και τέτοιο φαρισαϊσμό.
Αλήθεια, ποιοι προσπαθούσαν να παρέμβουν στο έργο της δικαιοσύνης με σκοπό να προκαταλάβουν τις αποφάσεις ανώτερων και ανώτατων εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών; Πόσο θράσος απαιτείται ώστε οι άνθρωποι, οι οποίοι χρεοκόπησαν τη χώρα όχι μόνο οικονομικά αλλά και σε θεσμικό και ηθικό επίπεδο, να καταγγέλλουν το γεγονός ότι η αριστερά προσπαθεί να διορθώσει στρεβλώσεις δεκαετιών; Ποια πολιτικά κόμματα έλαβαν δανεικά και αγύριστα με αποτέλεσμα να προκαλείται το κοινό αίσθημα; Ποιοι διαπλέχθηκαν με τη SIEMENS και είχαν καθημερινές επαφές με τον κ. Χριστοφοράκο;
Η έννοια του κράτους δικαίου ορίζεται μέσω της διάκρισης των εξουσιών και όλοι οφείλουμε να διαφυλάττουμε την εν λόγω δημοκρατική κατάκτηση. Είναι πασίδηλο ότι η κυβέρνηση καταβάλλει μία τεράστια προσπάθεια κατοχύρωσης μίας θεσμικής λειτουργίας, η οποία αφ’ ενός θα ανακόπτει την ανίερη σχέση οικονομικών συμφερόντων με την πολιτική εξουσία και αφ’ ετέρου θα αναγκάζει, όσους κερδίζουν από τη χρήση ενός δημοσίου αγαθού, να πληρώνουν. Το 27ετές πάρτι έχει φθάσει στο τέλος του και προφανώς αυτό κινητοποιεί αντίρροπες δυνάμεις. Η αριστερά διαθέτει το ηθικό πλεονέκτημα και αυτή ήταν και η προϋπόθεση ανάληψης τέτοιου είδους πρωτοβουλιών ενάντια στο πολιτικοοικονομικό κατεστημένο.
Μία μόνιμη επωδός των στελεχών της αντιπολίτευσης είναι εκείνη περί «ορφανών του Τσοχατζόπουλου στο ΣΥΡΙΖΑ». Είναι εξαιρετικά λυπηρό να διαβάλλονται τίμιοι αγωνιστές της κεντροαριστεράς, οι οποίοι έπαψαν να καλύπτονται ιδεολογικά από το ΠΑΣΟΚ με την κατηγορία ότι γνώριζαν και απέκρυπταν. Υποστηρίζεται ειλικρινά ότι απλά κομματικά στελέχη και μέλη ήξεραν, αλλά ο τότε Πρωθυπουργός της χώρας ή συνάδελφοι του κ. Τσοχατζόπουλου υπουργοί δεν είχαν ιδέα; Που βρίσκονται και με ποιους συνεργάζονται, σήμερα, σημαίνοντα στελέχη του επιτελείου του τότε Πρωθυπουργού; Για εκείνους ούτε λόγος, ακόμη και αν η μετακίνηση από το διακηρυττόμενο ως κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ στη δεξιά και νεοφιλελεύθερη ΝΔ είναι η πλέον αριβιστική.
Όταν κάποιος ταράζει τα λιμνάζοντα νερά της διαπλοκής, δέχεται βέλη, αλλά το ζήτημα είναι αν τα ταράζει δικαίως ή αδίκως. Σε αυτό οφείλει να απαντήσει ο πολιτικός κόσμος. Εν προκειμένω δηλαδή, όφειλαν να πληρώσουν οι ιδιοκτήτες τηλεοπτικών σταθμών; Αποδίδονται κατηγορίες ότι η κυβέρνηση θέλει να δημιουργήσει τη δική της διαπλοκή. Εντούτοις, οι ίδιοι οι κατήγοροι χλευάζουν τον –ύστατο – τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση επέλεξε να διαφυλάξει το αδιάβλητο της διαδικασίας. Την ίδια στιγμή, αποτέλεσμα της διαδικασίας ήταν να λάβουν άδειες μιντιακά συγκροτήματα, τα οποία συμπλέουν με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και τον αρχηγό του και φυσικά, κάθε άλλο παρά φιλοκυβερνητικά είναι.
Το μοναδικό «μικρό πρόβλημα» είναι ότι έπρεπε να πληρώσουν για να λάβουν μια άδεια, η οποία αποτελεί δημόσια περιουσία. Δεν έπρεπε να διαφυλαχθεί το δημόσιο συμφέρον μέσω της αποκόμισης του μέγιστου δυνατού ποσού; Ακριβώς χάριν του δημοσίου συμφέροντος, του πεπερασμένου μεγέθους της αγοράς της διαφήμισης και της ανάγκης τήρησης νόμιμων διαδικασιών, η κυβέρνηση επέλεξε να περιορίσει την προσφορά και έτσι, να ενθαρρύνει τον ανταγωνισμό.
Στα πλαίσια της προ ημερησίας διατάξεως συζήτησης, την οποία προκάλεσε ο Πρωθυπουργός με θέμα τη διαπλοκή και τη διαφθορά στις 10 Οκτωβρίου, ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης αναφέρθηκε σε «ακύρωση του νόμου Παππά στη συνείδηση του λαού» και ότι «πολύ σύντομα η κυβέρνηση της ΝΔ θα τον ακυρώσει και τυπικά». Προς το παρόν, βέβαια, σύμφωνα με δημοσκόπηση της Pulse για την εφημερίδα «Το Ποντίκι», 58% των συμπολιτών μας λέει «Ναι» στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες έναντι μόλις 26% ενώ, όσον αφορά την υπόσχεση ακύρωσης του νόμου, ας απαντήσει ο κ. Μητσοτάκης αν θα επιστρέψει και τα χρήματα στους μεγαλοεπιχειρηματίες.
Σε άλλο σημείο, ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης – απευθυνόμενος στην κυβέρνηση – εκτόξευσε ακόμη ένα πυροτέχνημα λέγοντας «αν ερχόταν ένας λαθρέμπορος και σας έδινε 200 εκατομμύρια θα του δίνατε άδεια να φτιάξει κανάλι;». Η αδυναμία του επιχειρήματος, φυσικά, έγκειται στο ίδιο το γεγονός της σχολαστικής διερεύνησης της προέλευσης των καταβαλλόμενων χρημάτων, η οποία ακολούθησε το διαγωνισμό, επικρίθηκε από το – ασθμαίνον πλέον – πολιτικοοικονομικό κατεστημένο και τελικώς οδήγησε στην έξοδο «τον δικό μας» κ. Καλογρίτσα. Ακόμη, το ερώτημα δύναται να επιστρέψει προς τον κ. Μητσοτάκη ως εξής: «Αν ερχόταν ένας πολυεθνικός κολοσσός και σας έδινε χρήματα για την οργάνωση του πολιτικού γραφείου σας, θα του αναθέτατε δημόσια έργα;».
Στην Ελλάδα, η διαπλοκή έχει όνομα, επώνυμο και προφανώς, η σχετική συζήτηση δε γίνεται εν κενώ. Αντιθέτως, στο παρελθόν, βρήκε πρόθυμους υπηρέτες εντός του πολιτικού συστήματος και ως εκ τούτου, απλώθηκε, εκμαύλισε συνειδήσεις και αποτέλεσε την αιτία της συνεχιζόμενης διασπάθισης δημοσίου χρήματος. Αυτοί οι πρόθυμοι όχι μόνο αρνούνται να αισθανθούν την οποιαδήποτε συστολή, αλλά συνεχίζουν απτόητοι να υποστηρίζουν τη διαπλοκή των συμφερόντων με την πολιτική εξουσία. Ιστορικό και πολιτικό καθήκον μίας κυβέρνησης της αριστεράς είναι να αντιπαλέψει και ει δυνατόν να οδηγήσει τη συγκεκριμένη γάγγραινα στην οριστική καταπολέμησή της.
Περιοδικό «Βουλή και Ευρωβουλή», Τεύχος Οκτωβρίου 2016