Μία από τις αγαπημένες συνήθειες του πολιτικού συστήματος, των εκπροσώπων του και των εκάστοτε κυβερνώντων είναι να αναλώνονται σε ευχολόγια και κενές περιεχομένου εξαγγελίες. Πρόκειται για διαχρονική παθογένεια η οποία μάλιστα συναντάται ευρέως, ιδίως δε σε εκείνους που ομνύουν στην επιστροφή του πιο πολύτιμου “περιουσιακού στοιχείου” αυτής της χώρας μας, δηλαδή του υψηλά καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού της. Τέλος, σε αυτή την πρακτική, μπήκε με την ίδρυση του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.). Ενός οργανισμού που συστάθηκε στο τέλος του 2016, χωρίς θεματικούς και γεωγραφικούς αποκλεισμούς, με κύριο γνώμονα την επιστημονική επάρκεια, εγκυρότητα και αριστεία. Ενός ανεξάρτητου φορέα, που λειτούργησε μακριά από πολιτικές παρεμβάσεις και με την Πολιτεία να έχει μόνο εποπτικό ρόλο. Και έτσι, οι έως τότε, κενές περιεχομένου εξαγγελίες περί brain-gain και αναστροφής της αρνητικής τάσης της διαρροής των επιστημόνων της χώρας απέκτησαν επιτέλους υπόσταση.
Τα αποτελέσματα της πενταετούς λειτουργίας του είναι ήδη γνωστά και καταγεγραμμένα στη συνείδηση, πρωτίστως του επιστημονικού κόσμου. Πάνω από 1.000 υποτροφίες σε υποψήφιους διδάκτορες, 300 έργα μεταδιδακτόρων, που ενθάρρυναν την παραμονή τους στη χώρα, 260 έργα μελών ΔΕΠ και προοπτική δυνητικής ωφέλειας για περίπου 4.000 νέους επιστήμονες. Η προσφορά και το αποτύπωμα του ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. στο εγχώριο επιστημονικό οικοσύστημα και όχι μόνον, έχει αναγνωριστεί άλλωστε και από φορείς οι οποίοι, μόνο ευνοϊκά δεν διέκειντο προς τις πολιτικές της προηγούμενης Κυβέρνησης του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. έργο του οποίου αποτέλεσε και η ίδρυσή του. Ενδεικτική, είναι η αναφορά του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων, ο οποίος σε έκθεσή του με τίτλο: «Πώς θα πάμε από το brain drain στο brain gain», υπογραμμίζει ότι: «Στην αντιμετώπιση του brain drain, τόσο με την ανάσχεση των εκροών επιστημονικού δυναμικού, όσο και για την επιστροφή των επιστημόνων του εξωτερικού, συμβάλει αντίστοιχα το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.) μέσω των υποτροφιών και επιχορηγήσεων που παρέχει για τη διεξαγωγή ερευνητικών δραστηριοτήτων και των τεχνολογικών εφαρμογών στην Ελλάδα» ενώ συνεχίζοντας τονίζει ότι: «Βάσει των πρώτων αξιολογήσεων από τα δύο πρώτα χρόνια λειτουργίας, φαίνεται ότι το εγχείρημα απέδωσε καρπούς, καθώς οι μισοί δικαιούχοι (45% των υποψηφίων διδακτόρων και 49% των μεταδιδακτόρων) δήλωσαν ότι θα έφευγαν από τη χώρα αν δεν ελάμβαναν την υποτροφία του ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.».
Όμως, ακόμη κι αυτός ο επιτυχημένος φορέας, παρά την καταγεγραμμένη απήχησή του στον κόσμο της έρευνας και της καινοτομίας, φαίνεται να ενοχλεί την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Και δε χωρά καμία παρερμηνεία, αφού η εισαγωγή τροπολογίας, την τελευταία στιγμή, και χωρίς διαβούλευση, σε πρόσφατο νομοσχέδιο συνιστά καταφανή μεθόδευση, με στόχο τον υποβιβασμό της θεσμικής του λειτουργίας. Μεθόδευση η οποία επί της ουσίας πλήττει την ανεξαρτησία του ιδρύματος καθιστώντας τον εκάστοτε Υπουργό απόλυτο ρυθμιστή στην επιλογή του Διευθυντή μέσω της αφαίρεσης από το επιστημονικό συμβούλιο της αρμοδιότητας επιλογής του, σε συνδυασμό μάλιστα με την κατάργηση των δύο Αναπληρωτών του.
Τέλος, μείζον ζήτημα προκύπτει, καθώς ελέγχεται το αν αυτές οι θεσμικές αλλαγές τυγχάνουν σε γνώση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, η οποία συγχρηματοδότησε την ίδρυσή του, μιας και η σύμβαση μεταξύ της ιδίας και του Ελληνικού Δημοσίου αναφέρει ότι, για οποιαδήποτε θεσμική αλλαγή στο ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. απαιτείται προηγουμένως η σύμφωνη γνώμη της. Σε κάθε περίπτωση, είναι προφανές σε όλους ότι, η σημερινή Κυβέρνηση επιδεικνύει μία διαχρονική αλλεργία σε οτιδήποτε ακομμάτιστο, ανεξάρτητο και αυτόνομο. Όσο επιτυχημένο κι αν είναι αυτό. Καθώς κάποιοι δεν έχουν μάθει να δημιουργούν. Ξέρουν μόνο να κηδεμονεύουν και να καταστρέφουν.
Το άρθρο δημοσιεύεται στο φύλλο της 9ης Απριλίου 2021 της Εφημερίδας των Συντακτών