Στην τελική ευθεία πριν την οριστική επίλυση του ζητήματος της Π.Γ.Δ.Μ., ο δημόσιος διάλογος συνεχίζει να είναι επιβαρυμένος από φωνασκίες και απειλές ακραίων κύκλων, οι οποίοι τρέφονται από την ανεύθυνη και υποκριτική στάση πολιτικών προσώπων και φορέων. Ωστόσο, οι ηγεσίες κρίνονται υπό τέτοιου είδους περιστάσεις. Όταν δηλαδή λαμβάνουν ιστορικές αποφάσεις κόντρα στην ανευθυνότητα, προτάσσοντας τα μακροπρόθεσμα εθνικά συμφέροντα.
Άραγε θυμάται η Νέα Δημοκρατία και η ηγεσία της ποιο είναι το ύψιστο εθνικό συμφέρον; Προφανώς είναι η προσήλωση στο στόχο της μη απεμπόλησης κυριαρχικών δικαιωμάτων. Κάθε κράτος αντιμετωπίζει απειλές, οι οποίες αφορούν το ως άνω διακύβευμα και στην περίπτωσή μας, η απειλή έρχεται «εξ ανατολών» και ακούει στο όνομα «Τουρκία».
Στο γενικότερο πλαίσιο, ορίζουμε εδώ και δεκαετίες τον τουρκικό παράγοντα ως τον πλέον επικίνδυνο, καθώς αφ’ ενός έχει τις δυνατότητες προβολής ισχύος εις βάρος της χώρας μας και αφ’ ετέρου έχει διακηρύξει τις ανάλογες προθέσεις. Με πιο συγκεκριμένους όρους, η τουρκική απειλή καθίσταται ολοένα και ευκρινέστερη, όχι μόνο μέσω των παραβάσεων και των παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου ή των προκλητικών ενεργειών εντός των χωρικών μας υδάτων, αλλά και μέσω της συντεταγμένης διείσδυσης της Άγκυρας σε όλες σχεδόν τις χώρες της Βαλκανικής Χερσονήσου.
Αυτή τη στιγμή, η Τουρκία εξοπλίζει και εκπαιδεύει τις μονάδες του αλβανικού στρατού και διατηρεί ναυτική βάση στη χώρα, χρησιμοποιεί ως μέσο πίεσης τη μουσουλμανική μειονότητα στη Βουλγαρία, ενώ παρόμοιες κινήσεις πραγματοποιεί όσον αφορά τη Βοσνία και φυσικά την Π.Γ.Δ.Μ.. Πόσοι βλέπουν τη «μεγάλη εικόνα» και πόσοι είναι έτοιμοι να αντιληφθούν ότι η εξωτερική πολιτική δεν αναλύεται αποκομμένα και μονοδιάστατα, αλλά οι διεθνείς σχέσεις συνιστούν ένα κοινό παζλ συσχετισμών, συγκρούσεων, συνεργασιών και απειλών;
Ας αναρωτηθούν οι απανταχού «μακεδονομάχοι» πως θα υπερασπιστούν τα ιερά χώματα της Μακεδονίας, όταν η Ελλάδα θα βρίσκεται αποστερημένη συμμαχιών και θα καλείται να διαχειριστεί μόνη της τον τουρκικό επεκτατισμό. Ας αναρωτηθούν τι εν πάση περιπτώσει οφείλουμε να πράξουμε: να θέσουμε το ζήτημα στις καλένδες προκειμένου να λυθεί οριστικά εθιμικώ δικαίω, καθώς ήδη έχουν αναγνωρίσει το βόρειο γείτονά μας ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» τα 2/3 των κρατών-μελών του Ο.Η.Ε., ή να δώσουμε μία λύση, η οποία να εξυπηρετεί το μείζον εθνικό συμφέρον;
Το λεγόμενο «Μακεδονικό» ή «Σκοπιανό» συνιστά μία ιστορία χαμένων ευκαιριών, κυρίως εξαιτίας της κωλυσιεργίας και της αμφιλεγόμενης πολιτικής της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με Υπουργό Εξωτερικών τον κ. Αντώνη Σαμαρά. Ήταν η περίοδος δημιουργίας του προβλήματος, όταν οι ευκαιρίες επίλυσης ήταν τεράστιες, αλλά η ελληνική κυβέρνηση στάθηκε πολύ κάτω από το ύψος των περιστάσεων. Έκτοτε υπήρξε η ενδιάμεση συμφωνία, βάσει της οποίας στην ονομασία της χώρας συμπεριλήφθηκε ο όρος «Μακεδονία» και κατέληξε να υπακούει πλήρως στον κανόνα «ουδέν μονιμότερο του προσωρινού».
Η σημερινή κυβέρνηση διεξήγε μία τεράστια προσπάθεια μεταστροφής της εικόνας και ενίσχυσης της διαπραγματευτικής θέσης της Ελλάδας, φθάνοντας σε μια συμφωνία η οποία δικαιώνει πλήρως την «εθνική γραμμή» της σύνθετης ονομασίας χρησιμοποιούμενης «έναντι όλων» (erga omnes). Στα ανωτέρω προστίθεται η δέσμευση των Σκοπίων για συνταγματική αναθεώρηση προς το σκοπό απεμπόλησης κάθε είδους αλυτρωτισμού, καθώς και η ρητή συμπερίληψη περί της σλαβικής καταγωγής των κατοίκων τους.
Η συμφωνία είναι εξαιρετικά θετική, δεδομένου του κεκτημένου της Ν.Δ. επί του ζητήματος αλλά και του συνολικότερου γεωπολιτικού περιβάλλοντος. Έκαστος ας λογοδοτήσει στην ιστορία για τη στάση του και το βαθμό ανάληψης των ευθυνών του.
Ιστοσελίδα ‘newpost’, 14/6/2018