Αποτελεί κοινό τόπο για τις πολιτικές παρατάξεις του δημοκρατικού τόξου ότι η εξωτερική πολιτική δεν επιδέχεται στείρων αντιπαραθέσεων και ανέξοδων αντιπολιτευτικών τακτικών. Τουλάχιστον ο προοδευτικός χώρος της Κεντροαριστεράς ουδέποτε πρόκειται να ακολουθήσει πρακτικές πατριδοκαπηλίας και ψηφοθηρίας στοχεύοντας στο θυμικό των πολιτών και βάζοντας σε δεύτερη μοίρα το εθνικό συμφέρον.
Μετά την πρόσφατη αλλαγή σκυτάλης στη διακυβέρνηση της χώρας και με αφορμή τις διαρκείς ανακατατάξεις στην περιοχή μας, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε τη σημασία της συνέχειας στην εξωτερική πολιτική και της διαφύλαξης των κεκτημένων της προηγούμενης περιόδου. Στο «μέτωπο» του Κυπριακού, για παράδειγμα, είχαμε για πρώτη φορά μετά τον «Αττίλα» του 1974 τη διατύπωση μιας σαφούς και συγκροτημένης στρατηγικής για την επίλυση του ζητήματος. Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, με επικεφαλής το Νίκο Κοτζιά και το Γιώργο Κατρούγκαλο, έθεσε την Τουρκία προ των ευθυνών της και ενώπιον των αρχών του διεθνούς δικαίου με δύο καίριες διαπραγματευτικές θέσεις. Η αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων από τη Μεγαλόνησο και η απαγκίστρωση της Κυπριακής Δημοκρατίας από το αναχρονιστικό καθεστώς των εγγυήσεων τέθηκαν για πρώτη φορά με σαφήνεια από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών.
Τα εν λόγω αιτήματα της ελληνικής πλευράς έθεσαν το πλαίσιο για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση στο πλαίσιο της διεθνούς νομιμότητας και μακριά από τις ηγεμονικές βλέψεις της Τουρκίας. Άλλωστε, δεν είναι μυστικό ότι η Άγκυρα επιδιώκει διαχρονικά το συνολικό έλεγχο της Κύπρου υπονομεύοντας τη διεθνή παρουσία της Λευκωσίας ως ανεξάρτητη κρατική οντότητα. Μία δημοκρατία, δίχως έξωθεν αγκυλώσεις, οφείλει να έχει απομακρύνει από το έδαφος και τη θεσμική λειτουργία της κάθε υποψία «επέμβασης στα εσωτερικά της» όπως αναφέρεται στον καταστατικό χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Με γνώμονα τις ως άνω θέσεις, Ελλάδα και Κύπρος υλοποίησαν μια πολυεπίπεδη στρατηγική όσον αφορά το πεδίο της εκμετάλλευσης των ενεργειακών πόρων της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Παράλληλα συνιστά επιτυχία η διεύρυνση της συγκεκριμένης επιλογής στο Ιόνιο Πέλαγος καθώς και δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης. Με την ένταξη ενεργειακών κολοσσών, όπως η Exxon Mobil και η Total, συνδεόμενων με τα συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων όπως οι Η.Π.Α. και η Γαλλία αντίστοιχα, Αθήνα και Λευκωσία πέτυχαν από κοινού την απαρχή αποκόμισης σημαντικών εσόδων με ταυτόχρονη διασφάλιση των κεκτημένων τους στις οριοθετημένες ή δυνητικές αποκλειστικές οικονομικές ζώνες (Α.Ο.Ζ.) τους. Όπως ανέφερε σε πρόσφατο άρθρο του ο Αλέξης Τσίπρας, η Ελλάδα «καθίσταται διαμετακομιστικός και ενεργειακός κόμβος στην περιοχή, δημιουργώντας νέες ευκαιρίες για επενδύσεις, όχι μόνο στον τουρισμό και στην αγορά ακινήτων, αλλά σε στρατηγικές υποδομές μεταφορών και ενέργειας και πολλούς άλλους τομείς».
Η αναβάθμιση της θέσης της χώρας μας επί του ενεργειακού διαδρόμου Ανατολής-Δύσης, που ξεκίνησε τα τελευταία χρόνια, θα συμβάλλει στη συνολική ανοδική πορεία της στο γεωπολιτικό και στο οικονομικό επίπεδο, ενώ τα κέρδη δε θα αργήσουν να διαχυθούν στους πολίτες. Με πρακτικούς όρους, αυτό σημαίνει τη συνέχιση των συμβάσεων παραχώρησης για έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων στον ελλαδικό χώρο, τη μη παραμέληση των υποχρεώσεών μας προς τον κυπριακό ελληνισμό, την περαιτέρω ενίσχυση των συμμαχιών μας με ισχυρούς εταίρους, τη δημιουργία περισσότερων θεσμικών δομών όπως το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας και την εν γένει διεύρυνση της αποτρεπτικής ισχύος μας. Μοναδική προϋπόθεση είναι η ενσωμάτωση του κεκτημένου των τελευταίων ετών και η τροχοδρόμηση της χώρας στις σταθερές ράγες, οι οποίες έχουν ήδη τοποθετηθεί.
Εφημερίδα “Νέα Σελίδα”, 20/7/2019