Η τετραμερής για τη συνεργασία στα Βαλκάνια, η οποία διοργανώθηκε τις προηγούμενες ημέρες στη Θεσσαλονίκη με τη συμμετοχή της Ελλάδος, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας, ήρθε να υπενθυμίσει μία παραμελημένη διάσταση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Επί σειρά δεκαετιών, η Ελλάδα απέφευγε την οποιαδήποτε εμπλοκή στην περιοχή, με τις πολυδιαφημισμένες επενδύσεις ιδιωτών να είναι πλήρως αποκομμένες από τη γενικότερη στοχοθεσία και τις προτεραιότητες του Υπουργείου Εξωτερικών, ενώ σε πολλές περιπτώσεις επιλέγαμε απλά να στρουθοκαμηλίζουμε ενώπιον υπαρκτών προβλημάτων και προκλήσεων.
Επιλέγαμε να χαρίζουμε σε άλλους παράγοντες μία γεωγραφική περιφέρεια, με την οποία είχαμε παραδοσιακούς δεσμούς συνεργασίας ως χώρα και στην οποία ο ελληνισμός ιστορικά έχει μεγαλουργήσει. Προφανώς η οποιαδήποτε κριτική στις ελληνικές κυβερνήσεις της ψυχροπολεμικής περιόδου θα ήταν αυστηρή, καθώς τα περιθώρια καλλιέργειας σχέσεων με τις κομμουνιστικές χώρες – δεδομένης της γεωστρατηγικής επιλογής της χώρας μας – ήταν εξαιρετικά περιορισμένα. Εντούτοις, οι μεταψυχροπολεμικές κυβερνήσεις αποδείχθηκαν κατώτερες των περιστάσεων και των ευκαιριών, οι οποίες προέκυψαν.
Μετά το τέλος του διπολισμού, τα Βαλκάνια διήνυσαν μία μακρά περίοδο εθνοτικών συγκρούσεων με αφορμή τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, αλλά ταυτόχρονα συνέστησαν και μία γεωγραφική ζώνη, στην οποία η Ελλάδα μπορούσε να ηγηθεί τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Ήταν εντός των δυνατοτήτων της να εκπονήσει ένα σχεδιασμό οικονομικής διείσδυσης, υπό τη σκέπη πολιτικών στοχεύσεων και εν τέλει, να αυξήσει την επιρροή της υποβοηθώντας την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση των Βαλκανίων.
Αντί μιας τέτοιας συντεταγμένης εξωτερικής πολιτικής, επιλέχθηκε η αδράνεια και η παντελής απουσία. Μετάθεση του προβλήματος με την Π.Γ.Δ.Μ. στις επόμενες γενεές και υπό δυσχερέστερους όρους, αγνόηση των προβλημάτων (αλλά ακόμη και της ύπαρξης) της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία και απεμπόληση των δικαιωμάτων μας επί της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (Α.Ο.Ζ.), ουδεμία συνεργασία με τη Βουλγαρία, τη Σερβία και την Ρουμανία, παρά μόνο μία παθητική συγκατάνευση στην προοπτική ένταξής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τα ως άνω δεδομένα συνιστούσαν αναμφισβήτητα μία αυτοκτονική στρατηγική, η οποία αποτελούσε παγκόσμια πρωτοτυπία: ο ισχυρός παίκτης μίας γεωγραφικής περιοχής να μην μπορεί και να μη θέλει να κατοχυρώσει τα εθνικά δικαιώματά του εντός αυτής καθ’ αυτής της περιοχής! Το συγκεκριμένο παράδοξο στέρησε την Ελλάδα από πολύτιμες συμμαχίες, οι οποίες αφενός θα διασφάλιζαν τα στρατηγικά συμφέροντά της και αφετέρου θα αποτελούσαν μοχλό ανάπτυξης κυρίως για τη Βόρειο Ελλάδα, που πλήττεται διαχρονικά από τη μάστιγα της υποαπασχόλησης και της αποβιομηχάνισης.
Η τετραμερής της Θεσσαλονίκης υπήρξε το επιστέγασμα των προσπαθειών της ελληνικής κυβέρνησης να «επανατοποθετήσει» τη χώρα στα Βαλκάνια και να ανοίξει ένα σταθερό δίαυλο επικοινωνίας με τις χώρες της χερσονήσου. Με όχημα κυρίως τη συνεργασία στους τομείς των μεταφορών, του διασυνοριακού εμπορίου, του τουρισμού και της ενέργειας, το λιμάνι της συμπρωτεύουσας από κοινού με εκείνα της Καβάλας και της Αλεξανδρούπολης μετατρέπονται στις ελληνικές πύλες της ενδοχώρας της Χερσονήσου του Αίμου. Ιδίως οι διακλαδώσεις των αγωγών μεταφοράς υδρογονανθράκων προς τη Σόφια, τα Σκόπια και το Βελιγράδι αναμένεται να δημιουργήσουν τις ιδανικές συνθήκες οικονομικής συνεργασίας και διπλωματικής σύγκλισης. Η «Ελληνική Βαλκανική Πολιτική» είναι γεγονός και επιβεβαιώνει με τον πλέον εμφατικό τρόπο την επαναδραστηριοποίηση της χώρας μας στην ξεχασμένη γειτονιά μας.
Εφημερίδα ‘Kontra News’, 8/7/2018