Οι επιθετικές ενέργειες από πλευράς Τουρκίας ολοένα και αυξάνονται κατά το τελευταίο διάστημα προκαλώντας τον εύλογο προβληματισμό, όχι μόνο στους άμεσους δέκτες της προκλητικότητάς της αλλά και σε όσους διεθνείς δρώντες επιθυμούν την ειρήνη και τη σταθερότητα στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή. Η Άγκυρα έχει βυθιστεί – δυστυχώς – σε έναν άκρατο ηγεμονισμό, ο οποίος την οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια από τη μία «νευρική κίνηση» στην άλλη. Ας μου επιτραπεί, ωστόσο, να εστιάσω σε επιμέρους σημεία, τα οποία θεωρώ εφαλτήρια αυτής της συμπεριφοράς, εν προκειμένω έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου.
Το ιστορικό κεκτημένο των τελευταίων δεκαετιών συνυφαίνεται με την άνοδο του νεοοθωμανισμού, ως στρατηγική πρόταση επέκτασης και επιβολής. Ο διφυής άξονας της τουρκικότητας και του ισλαμισμού αποτελεί αναντίρρητο γεγονός, το οποίο επαληθεύεται τόσο μέσω της εξωτερικής πολιτικής των κυβερνήσεων του Κόμματος της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης, όσο και μέσω των προωθούμενων – χαμηλής αισθητικής – συμβολισμών. Ο νεοοθωμανισμός αποτελεί αποκύημα της τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης της δεκαετίας του 1980 και ως εκ τούτου, απαντά στο μαξιμαλιστικό στόχο της ανάδυσης της Τουρκίας σε ρόλο μεγάλης δύναμης, αλλά ταυτόχρονα διαχειρίζεται και την πρόκληση της εσωτερικής συνοχής της χώρας, προσφέροντας μια ταυτοτική διέξοδο για τις μειονοτικές ομάδες προεξάρχουσας της κουρδικής.
Έτερο σημείο, στο οποίο οφείλουμε να εστιάσουμε, είναι η κατά τα τελευταία έτη διαμορφωθείσα κατανομή ισχύος, η οποία έχει εμφυσήσει στην Τουρκία ένα αίσθημα ανωτερότητας. Η αύξηση των συντελεστών ισχύος της και η αντίστοιχη κάμψη των γειτόνων της δημιουργεί μία αίσθηση «παράθυρου ευκαιρίας» για την Άγκυρα. Ας μη λησμονείται ότι ο Σουκρού Ελεκντάγ, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, αναφερόταν στο περίφημο «δόγμα των δυόμισι πολέμων», επιθυμώντας να καταδείξει ότι η μέγιστη πρόκληση ασφαλείας για την Τουρκία αφορά το βαθμό, υπό τον οποίο είναι σε θέση να διεξάγει μία ταυτόχρονη πολυμέτωπη πολεμική προσπάθεια έναντι της Ελλάδας, της Συρίας και των («μισών» καθότι δεν αποτελούν κρατική οντότητα) Κούρδων. Η λανθασμένα εκληφθείσα από τους Τούρκους αποδυνάμωση της χώρας μας και ο συνεχιζόμενος εμφύλιος πόλεμος στη Συρία συνιστούν άριστες αφορμές για την Άγκυρα, ώστε να επιχειρήσει να αδράξει την ευκαιρία υλοποίησης των νεοοθωμανικών βλέψεων.
Στους ως άνω προβληματισμούς προστίθενται τα τουρκικά αδιέξοδα στο τακτικό επίπεδο. Η Τουρκία έχει εισβάλει στο Αφρίν διεξάγοντας την επιχείρηση «Κλάδος ελαίας», χωρίς να έχει τις επιτυχίες που ανέμενε. Το κόστος της επέμβασής της στο συριακό έδαφος είναι δυσβάστακτο, ενώ ο κίνδυνος ραγδαίας κλιμάκωσης με την αμεσότερη εμπλοκή των στρατευμάτων του Μπασάρ Αλ-Άσαντ είναι εμφανέστερος από ποτέ. Δεδομένου ότι η Άγκυρα προχωρά διαχρονικά σε μια πολυδιάστατη ανάγνωση των συσχετισμών ισχύος, θα ήταν λάθος να αναλύσουμε στατικά το μέτωπο Τουρκίας-Συρίας-Κούρδων. Είναι σαφές ότι ο άκρατος μαξιμαλισμός έχει οδηγήσει τη γείτονα χώρα σε μια απέλπιδα αναζήτηση κερδών οπουδήποτε και με οποιονδήποτε τρόπο.
Ενώπιον του ενδεχομένου το αδιέξοδο στο Αφρίν να αποτελέσει θρυαλλίδα αποτυχίας του όλου νεοοθωμανικού εγχειρήματος, η νευρικότητα της Τουρκίας καθίσταται διαρκώς αυξανόμενη. Το ζήτημα για τη χώρα μας είναι να αντιτείνει μία στρατηγική ψυχραιμίας και αποφασιστικότητας, με γνώμονα τόσο την προάσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της όσο και την τήρηση της διεθνούς νομιμότητας σε μια περιοχή, η οποία δεν αντέχει άλλες αναταράξεις.
Ιστοσελίδα “Insider”, 16/3/2018