Με θλίψη και οργή παρακολουθήσαμε, κατά τις προηγούμενες ημέρες, τις δηλώσεις του ειδικού συμβούλου του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για το Κυπριακό κ. Έσπεν Μπαρθ Άϊντε. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο κ. Άϊντε εξέφρασε την άποψη ότι η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων θα διασφαλίσει την αποφυγή «θερμού επεισοδίου» στην Κύπρο. Πρόκειται ξεκάθαρα για μια κεκαλυμμένη απειλή, η οποία έλαβε την αναλόγως αυστηρή και ορθή απάντηση εκ μέρους του Προέδρου κ. Νίκου Αναστασιάδη.
Όσοι έχουν μελετήσει την ιστορία του Κυπριακού προβλήματος και τους λόγους δημιουργίας του διαπιστώνουν ότι αποτελεί κατά μείζονα λόγο ζήτημα απειλών. Η παραχώρηση δικαιωμάτων «εγγυήτριας δύναμης» στην Τουρκία στα πλαίσια της συνθήκης Ζυρίχης-Λονδίνου επήλθε κατόπιν των απειλών της Μεγάλης Βρετανίας προς την ελλαδική και την ελληνοκυπριακή πλευρά. Αντιμετωπίζοντας σαφές πρόβλημα νομιμοποίησης της στρατηγικής παρουσίας τους στο νησί εν μέσω αποαποικιοποίησης, οι Βρετανοί προέταξαν την επιλογή του «τουρκικού παράγοντα» στα πλαίσια της διαχρονικής αυτοκρατορικής πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε». Η επίτευξη του στόχου τους επήλθε κατόπιν επιβολής της βούλησής τους στην Αθήνα με την επίκληση απειλών για πλήρη κατάληψη του νησιού από την Τουρκία.
Εν συνεχεία, οι απειλές συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια της Προεδρίας του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου όταν η Κυπριακή Δημοκρατία αδυνατούσε να καταστεί κυρίαρχο κράτος. Η οποιαδήποτε απόφαση της κυρίαρχης κυβέρνησης δε λαμβανόταν από τους ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους συμμετέχοντες και μόνο, αλλά επιδεχόταν παρεμβάσεων εκ μέρους του Λονδίνου, της Ουάσιγκτον και φυσικά της Άγκυρας.
Το καλοκαίρι του 1974, έχουμε την κορύφωση του δράματος με την παράνομη εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων και το ενδεχόμενο της πλήρους κατάληψης της Κύπρου. Υπό το φάσμα της συγκεκριμένης απειλής, η Χούντα των Αθηνών έμεινε αμέτοχη προδίδοντας ένα σημαντικό κομμάτι του ελληνισμού. Έκτοτε, οι εκφοβισμοί αφορούν την προέλαση των κατοχικών στρατευμάτων πέραν της Πράσινης Γραμμής, την ενσωμάτωση της Αμμοχώστου ή την προσάρτηση του ψευδοκράτους από την Τουρκία με στόχο είτε την επίλυση με γνώμονα τα τουρκικά στρατηγικά συμφέροντα είτε παλιότερα την αποτροπή ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ είτε εσχάτως την παρεμπόδιση εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων της υφαλοκρηπίδας της.
Είναι λυπηρό να διαπιστώνουμε ότι συνεχίζονται, ακόμη και σήμερα, οι ίδιες πρακτικές και συμπεριφορές και μάλιστα, από έναν Νορβηγό διπλωμάτη ο οποίος, ελέω ιδιοσυγκρασίας, θα ανέμενε κανείς ότι διαθέτει την απαιτούμενη αντιπολεμική κουλτούρα. Η ψυχροπολεμική ρητορική δεν μπορεί να έχει θέση σε διαπραγματεύσεις για την επίλυση μιας διεθνούς διένεξης εν έτει 2017.
Το Κυπριακό πρέπει να επιλυθεί στη βάση της ειρηνικής συνύπαρξης ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων, της αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων και της απαγκίστρωσης από το αναχρονιστικό καθεστώς των εγγυήσεων. Η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να είναι αδιαίρετη, ανεξάρτητη, μακριά από πάτρωνες και διευθυντήρια. Προς αυτή την κατεύθυνση, η Ελλάδα διαδραματίζει τον ιστορικό ρόλο του παράγοντα σταθερότητας και ειρήνης με βασική αρχή της εξωτερικής πολιτικής της την τήρηση της διεθνούς νομιμότητας.
Ιστοσελίδα ‘newpost’, 1/6/2017