Η μελέτη της ιστορίας περί του ονοματολογικού της Π.Γ.Δ.Μ. και οι σημερινές θέσεις παλαιών πρωταγωνιστών προδίδουν το διαχρονικό έλλειμμα στρατηγικής, το οποίο οδήγησε τη χώρα μας σε διαδοχικές ήττες και υποχωρήσεις. Παλινωδίες, απουσία σχεδιασμού, μικροκομματικές και ενδοκομματικές σκοπιμότητες και όλα αυτά εις βάρος των εθνικών συμφερόντων και εν τέλει, των Ελλήνων πολιτών. Παρατηρώντας κανείς τον κυκεώνα στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, διαπιστώνει ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει ως προς τις νοοτροπίες και την άσκηση πολιτικής, ακόμη και σε μείζονα εθνικά θέματα.
Στις 2 Δεκεμβρίου 1991, ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς («ο αχρηστότερος από καταβολής ελληνικού κράτους» κατά τα λεγόμενα Άδωνι Γεωργιάδη) επικύρωσε διά της παρουσίας και της σιωπής του την αποδοχή του εγγράφου 3597/91, αναφορικά με «τις ρυθμίσεις που ισχύουν για την εισαγωγή προϊόντων προέλευσης από τις Δημοκρατίες Βοσνίας Ερζεγοβίνης, Κροατίας, Μακεδονίας και Σλοβενίας». Το εν λόγω επίσημο έγγραφο ήταν το πρώτο, εντός του οποίου η γειτονική χώρα αναγνωρίστηκε ως «Μακεδονία». Αργότερα επέλεξε να ρίξει την κυβέρνηση Μητσοτάκη και να ιδρύσει το δικό του κόμμα πάντοτε «για χάρη της Μακεδονίας», όπως έλεγε.
Περίπου δύο δεκαετίες αργότερα, το 2014, ο κος Σαμαράς σιώπησε ενώπιον της Καγκελαρίου της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ, όταν εκείνη χρησιμοποίησε τον όρο «Μακεδονία» στο πλαίσιο της κοινής τους συνέντευξης τύπου. Εν έτει 2018 πλέον, ο κος Σαμαράς συναντά Παμμακεδονικές οργανώσεις διακηρύττοντας ότι απορρίπτει οιαδήποτε χρήση του όρου στην ονομασία της γειτονικής μας χώρας!
Συνεπώς, αμφισβητείται η εθνική γραμμή, η οποία αναφέρεται σε «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, που θα ισχύει έναντι όλων (erga omnes), για κάθε χρήση, εσωτερική και διεθνή»; Γιατί ο κος Σαμαράς, όσο ήταν ο ίδιος Πρωθυπουργός, δεν επαναχάραξε την εθνική γραμμή, παρά επέλεγε να κρύβεται πίσω από τις ακρότητες του Γκρουέφσκι, χωρίς να συμβάλλει εποικοδομητικά προς την επίλυση;
Ο σημερινός Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, ο οποίος παρεμπιπτόντως φιλοδοξεί να γίνει Πρωθυπουργός της χώρας, αδυνατεί να χαλυβδώσει το ίδιο του το κόμμα γύρω από μία ενιαία θέση για ένα τόσο κρίσιμο εθνικό θέμα. Οι «σαμαρικοί» διά του Αδώνιδος Γεωργιάδη επιμένουν στη σκληρή στάση, οι «καραμανλικοί» διά αρκετών βουλευτών της Βορείου Ελλάδας υπερθεματίζουν του «κεκτημένου του Βουκουρεστίου», στελέχη της Ν.Δ. καρατομούνται γιατί εκφράστηκαν υπέρ των αποστάσεων από τα συλλαλητήρια, η Ντόρα Μπακογιάννη αναμένει να τοποθετηθεί με βάση τις προθέσεις του Πάνου Καμμένου και ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρεί να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα «διπλώνοντας το χάρτη της Ελλάδας».
Ο κος Μητσοτάκης, από τη μία, εξέφραζε επιφυλάξεις για το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης και από την άλλη, δηλώνει «εντυπωσιασμένος» από τη συμμετοχή, «συμμεριζόμενος τις ευαισθησίες» των παρισταμένων… Απολύτως αντιληπτή η δυσκολία επίλυσης της εσωκομματικής εξίσωσης, αλλά και απολύτως ακατανόητη η επιμονή σε μία μη εποικοδομητική στάση. Η συμπόρευση με την άκρα δεξιά αποτελεί πια γεγονός και προφανώς, δεν μπορεί να θεωρείται ασφαλής οδηγός διαμόρφωσης των διεθνών σχέσεων της χώρας.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να χαράσσεται με σημαίες ευκαιρίας. Οφείλει να διαθέτει σταθερά και ακλόνητα θεμέλια, ώστε να μην εκτροχιάζεται στο όνομα φιλοδοξιών και ενδοπαραταξιακών ζυμώσεων. Δυστυχώς, οι παραπάνω περιπτώσεις είναι ενδεικτικές για την τύχη, στην οποία είχε αφεθεί η προάσπιση των εθνικών συμφερόντων επί σειρά δεκαετιών.
Ιστοσελίδα ‘newpost’, 25/1/2018