Πραγματικό όνειδος για το δυτικό πολιτισμό και την Ευρώπη του 21ου αιώνα αποτελεί η συνεχιζόμενη αδιαλλαξία της τουρκικής πλευράς και η αδυναμία εύρεσης μίας βιώσιμης λύσης για το Κυπριακό. Είναι αδιανόητη η διατήρηση τειχών η οποία παραπέμπει στις σκοτεινότερες εποχές του Ψυχρού Πολέμου και φυσικά απαράδεκτη είναι, επίσης, η διατήρηση του καθεστώτος των εγγυήσεων και η παραμονή των κατοχικών στρατευμάτων. Το Κυπριακό συνιστά εν τη γενέσει του πρόβλημα επεμβατισμού, ηγεμονισμού και εν τέλει εισβολής και κατοχής.
Σήμερα, ευρισκόμαστε ενώπιον μιας χρυσής ευκαιρίας η οποία, ωστόσο, δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίσει και να μας καταστήσει υπέρ του δέοντος υποχωρητικούς. Οφείλουμε να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε τα αναγκαία βήματα προς την κατεύθυνση της συναίνεσης με προϋποτιθέμενες, όμως, τις δύο παραπάνω συνθήκες του τέλους των αναχρονιστικών εγγυήσεων και της παρουσίας στρατευμάτων κατοχής. Ουδεμία υποχώρηση θα ήταν ανεκτή επί των συγκεκριμένων, καθώς θα υπέσκαπτε την ίδια τη βιωσιμότητα μιας λύσης. Η υλοποίησής τους δε είναι απόλυτα ρεαλιστική με την αποδέσμευση των στρατευμάτων να είναι άμεσα πραγματοποιήσιμη και τα μεγάλα χρονικά περιθώρια για μια τέτοια προοπτική να είναι μη διαπραγματεύσιμα.
Η προσήλωση στους παραπάνω δύο όρους δεν είναι τυχαία. Τα επεμβατικά δικαιώματα της συνθήκης Ζυρίχης-Λονδίνου απετέλεσαν ουσιαστικά την «κερκόπορτα» για την είσοδο του τουρκικού παράγοντα στη μεγαλόνησο. Δε νοείται η ανεξαρτησία ενός κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εναπόκειται στο ψυχροπολεμικό κατάλοιπο της προστασίας του από τρίτα μέρη. Εν έτει 2017, οι αρχές του διεθνούς δικαίου περί εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας, δικαιώματος αυτοδιάθεσης και διακρατικής ισοτιμίας εγγυώνται την ειρηνική συνύπαρξη των λαών στη βάση της διασφάλισης της ελευθερίας τους, της ετερότητάς τους και της δημοκρατίας.
Η Άγκυρα έχει αποδείξει επανειλημμένως ότι το όραμά της για την Κύπρο είναι στον αντίποδα. Εντός του βιβλίου του «Το στρατηγικό βάθος: Η διεθνής θέση της Τουρκίας», ο Αχμέτ Νταβούτογλου επικαλείται την Κυπριακή περίπτωση ως πρότυπο για το πώς η Τουρκία οφείλει να δράσει σε μια σειρά άλλων περιπτώσεων ύπαρξης ή εφεύρεσης τουρκογενών και μουσουλμανικών μειονοτήτων συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής Θράκης. Για τον Νταβούτογλου, τέτοιες μειονότητες δύνανται να αποτελέσουν στρατηγικούς θύλακες και «προγεφυρώματα» αύξησης της τουρκικής ισχύος και επιρροής. Οι δηλώσεις των Ερντογάν, Γιλντιρίμ και Τσαβούσογλου, με χαρακτηριστικότερες τις διαρροές περί «χρήσης των στρατευμάτων αν παραστεί ανάγκη» από τον τελευταίο, δεν αφήνουν περιθώριο διαφορετικών ερμηνειών επιβεβαιώνοντας ότι τα γραφόμενα από πλευράς του πρώην πρωθυπουργού της Τουρκίας αποτυπώνουν πλήρως τη γενική αντίληψη της κυβερνώσας – και όχι μόνο – ελίτ στην Τουρκία.
Πως εξισορροπείται μία τέτοιων προεκτάσεων ηγεμονική αντίληψη; Πως μπορεί να βρεθεί μια δίκαιη και βιώσιμη λύση με συνυπογράφοντες ανθρώπους με τέτοια ένστικτα; Σίγουρα όχι με κατευνασμό. Με αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα, το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών έχει την υποχρέωση να επικοινωνήσει το αυτονόητο των θέσεων της χώρας και να καταστήσει σαφές ότι ήρθε επιτέλους η ώρα και για τις αναγκαίες τουρκικές υποχωρήσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ηγεσία του υπουργείου θα πράξει τα δέοντα. Αυτό, που απαιτείται, είναι εθνική ομοψυχία και αποφυγή μικροκομματικών διαγκωνισμών στην πλάτη της πολύπαθης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Εφημερίδα «Η Αυγή», 8/7/2017