Το παρατεταμένο αρνητικό κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι βέβαιο ότι δε βοηθά προς την κατεύθυνση της εμπέδωσης συνθηκών ασφάλειας και σταθερότητας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Είναι πραγματικά ανησυχητικές οι καθημερινές πλέον ιαχές πολέμου από πλευράς των κυβερνώντων της Τουρκίας προεξάρχοντος του Προέδρου της Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ενώ φυσικά η επιθετική ρητορική συνοδεύεται και από αντίστοιχη επιχειρησιακή κλιμάκωση.
Η Άγκυρα φαίνεται ότι έχει υιοθετήσει πλήρως την ιδέα της διεξαγωγής ενός υβριδικού πολέμου εις βάρος της χώρας μας, με διττό στόχο αφ’ ενός τη δημιουργία ενός παραθύρου ευκαιρίας, το οποίο θα της επιτρέψει να υλοποιήσει τις πολεμικές επιδιώξεις της και αφ’ ετέρου τη δημιουργία αντιπερισπασμού από το συριακό πολεμικό χάος, στο οποίο έχει εμπλακεί. Με άλλα λόγια, προκαλεί διαρκώς κρίσεις χαμηλής έντασης τόσο για να προκαλέσει την Ελλάδα να την ακολουθήσει στο σπιράλ της έντασης με απρόβλεπτες συνέπειες, όσο και για να ανταλλάξει κέρδη και απώλειες στο πλαίσιο του γνωστού «ανατολίτικου παζαριού».
Τουλάχιστον επί του συγκεκριμένου, είναι ξεκάθαρο ότι η Τουρκία δε διαμορφώνει στατικά την εξωτερική συμπεριφορά της και δεν περιορίζεται – ή τουλάχιστον δεν επιθυμεί να παραμένει εγκλωβισμένη – σε ένα μέτωπο, ήτοι το συριακό. Αναγιγνώσκει το διεθνές περιβάλλον συνολικά και εποφθαλμιά την ύπαρξη ενός τραπεζιού διαπραγματεύσεων εν ευθέτω χρόνω, όπου εκεί θα συζητηθούν όλα όσα διεκδικεί. Ζητά πολλά και εκφοβίζει τους πάντες, με στόχο να αποκομίσει ένα ποσοστό διεκδικήσεων επί δικαιωμάτων, τα οποία ούτως ή άλλως δεν της ανήκαν. Αυτή είναι η πάγια στρατηγική της, χρονολογούμενη ήδη από την οθωμανική περίοδο.
Στο συγκεκριμένο «πόλεμο νεύρων», «ψυχολογίας» και εν γένει δοκιμής των αντανακλαστικών του αντιπάλου, τι οφείλει να αντιτάξει η χώρα μας; Κατ’ αρχάς η Ελλάδα κηρύττει σε όλους τους τόνους ότι επιθυμεί τη διατήρηση του status quo και ως εκ τούτου, προτάσσει την αναγκαιότητα διατήρησης της ασφάλειας και της σταθερότητας της περιοχής της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, καθώς και της Ανατολικής Μεσογείου.
Προς αυτή την κατεύθυνση, η χώρα μας συσπειρώνει γύρω της όσους δρώντες έχουν την ίδια άποψη περί μη ανατροπής των συνθηκών και των διακρατικών ισορροπιών. Ένας εκ των εν λόγω δρώντων είναι οι Η.Π.Α., καθώς επιθυμούν διακαώς τη σταθερότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ και τη διατήρηση του θαλασσίου στρατηγικού βάθους, το οποίο προσφέρεται στο Ισραήλ από την Κύπρο και την Ελλάδα. Στον αντίποδα βρίσκεται η Ρωσία, η οποία διαθέτει ποικίλες σχέσεις συνεργασίας με την Άγκυρα, αλλά όταν η συζήτηση φθάνει στη Συρία, τότε φαίνεται ο λόγος, που πολλοί αναλυτές και ειδικοί αναφέρονται σε «ρωσοτουρκική λυκοφιλία».
Η Τουρκία υλοποιεί ένα άλμα προς το κενό του νεοοθωμανικού οράματος με διαρκείς και απότομες αλλαγές πορείας. Γνωρίζοντας τις προκλήσεις του εν λόγω άλματος, απειλεί «θεούς και δαίμονες» και αποζητά εδαφικά, ενεργειακά ή πάσης άλλης φύσεως λάφυρα πανταχόθεν. Αν η χώρα μας δεν παραμείνει ψύχραιμη ενώπιον της συγκεκριμένης τουρκικής νευρικότητας, θα έχει παίξει το παιχνίδι των ακραίων κύκλων της Άγκυρας. Με πίστη και αποφασιστικότητα η Αθήνα οφείλει να απαντά στην τουρκική προκλητικότητα, κινητοποιώντας το διπλωματικό κεφάλαιό της και τις διεθνείς συμμαχίες, τις οποίες ορθά έχει αναπτύξει κατά τα τελευταία έτη.
Εφημερίδα ‘The Hellenic Mail’, 21/4/2018