Ένα νέο όπλο προστίθεται στη φαρέτρα της Ελληνικής Κυβέρνησης στην προσπάθειά της να βγάλει τη χώρα από την οικονομική απομόνωση, αλλά και να ενισχύσει τη γεωπολιτική σημασία της. Χωρίς αμφιβολία, οι υπογραφές της 31ης Οκτωβρίου για το «οικόπεδο 2» στην Κέρκυρα και η γενικότερη προώθηση της πολιτικής υπέρ της εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου, αποτελούν ορόσημο μιας νέας εποχής δυναμικής ανάπτυξης και εξωστρέφειας.
Συνιστά χρέος μας προς τις επόμενες γενεές να διαχειριστούμε τους φυσικούς πόρους, κατά τρόπο συμβατό με την προστασία του περιβάλλοντος και την αειφόρο ανάπτυξη. Δεν έχουμε το δικαίωμα στην απραξία, όταν η χώρα μας βρίσκεται υπό τη διαρκή δημοσιονομική μέγγενη και γι’ αυτό το λόγο, θεωρώ απαράδεκτες οποιεσδήποτε απόψεις υπονομευτικές του εγχειρήματος. Δεν μπορούμε να υποστηρίζουμε πλέον ότι «η Ελλάδα δε διαθέτει πετρελαϊκά κοιτάσματα», ούτε ότι «είναι επικίνδυνη η εξόρυξή τους».
Τα παραδείγματα της Νορβηγίας, της Ολλανδίας, της Μεγάλης Βρετανίας και της Δανίας αποδεικνύουν ότι εξορύξεις υδρογονανθράκων και βιώσιμη ανάπτυξη δύνανται να αποτελέσουν απόλυτα συμβατές έννοιες. Το νορβηγικό παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό, καθώς πρόκειται για μια από τις σημαντικότερες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες παγκοσμίως, η οποία ωστόσο πρωτεύει στη χρήση εναλλακτικών πηγών ενέργειας καλύπτοντας άνω του 60% των αναγκών της από ηλιακά και αιολικά συστήματα ή μονάδες βιομάζας. Υπό αυτό το μοντέλο, οι υδρογονάνθρακες μπορούν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά προς την κατεύθυνση της ενεργειακής αυτονόμησής μας, αλλά και να δώσουν απαντήσεις στο πρόβλημα της υποαπασχόλησης με τη δημιουργία ενός ευρύτατου κύκλου εργασιών.
Έτερο σκέλος, πέραν του κοινωνικοοικονομικού, είναι το γεωπολιτικό. Μέσω του πρόσφατου επιτυχημένου ταξιδιού του Πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, υπογραμμίστηκε ο αναβαθμισμένος ρόλος της Ελλάδας στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου και στα Βαλκάνια. Η βάση της Σούδας και η αξιοπιστία της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής είναι κεντρικές παράμετροι ενός πολυδιάστατου ρόλου, ο οποίος έχει στον πυρήνα του τη θέση της χώρας επί του ενεργειακού διαδρόμου Ανατολής-Δύσης.
Η Ελλάδα καθίσταται παραγωγός, αλλά διατηρεί και τον ρόλο του διαμετακομιστικού κόμβου. Η υλοποίηση του TAP και των διακλαδώσεών του προς χώρες των Βαλκανίων συνιστούν μόνο την αρχή ενός ρεαλιστικού σχεδιασμού, ο οποίος μπορεί – και πρέπει – να συμπεριλάβει τον προτεινόμενο “East Med” και τα κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου. Η κατασκευή του συγκεκριμένου αγωγού κρίνεται ιδιαιτέρως σημαντική, καθώς θα βγάλει από τη γεωγραφική απομόνωση τις εξορυκτικές προσπάθειες της Κύπρου και του Ισραήλ και θα μετατρέψει τη χώρα μας σε «γέφυρα» εφοδιασμού της ήδη ενεργειακά φτωχής Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών είναι δυναμική αλλά δεν μπορεί να καλύψει την ακόμα δυναμικότερη αύξηση της κατανάλωσης. Σε αυτό αξίζουν να προστεθούν η διαρκώς μειούμενη παραγωγή της Βόρειας Θάλασσας και η αποσταθεροποίηση της Βορείου Αφρικής κατά την τελευταία δεκαετία, γεγονότα τα οποία περιορίζουν τις επιλογές της Ένωσης και προσφέρουν μια «χρυσή ευκαιρία» για την Ελλάδα. Η χώρα μας μπορεί να επιτύχει σε αυτό το νέο πεδίο ανταγωνισμού. Συνεπώς, επιβάλλεται να εργαστούμε μεθοδικά και να αναζητήσουμε τις βέλτιστες λύσεις μέσα από σκληρή δουλειά και στοχοπροσήλωση.
Ιστοσελίδα ‘newpost’, 3/11/2017