Το ονοματολογικό της Π.Γ.Δ.Μ. αποτελεί μία μακρά και πονεμένη ιστορία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η έλλειψη στρατηγικής, οι παλινωδίες και τα επαναλαμβανόμενα λάθη, που έχουν τις ρίζες τους στην πολιτική της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας με Πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και Υπουργό Εξωτερικών τον Αντώνη Σαμαρά, δημιούργησαν μία θλιβερή κατάσταση για τα συμφέροντα και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας.
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας καλλιέργησαν συνθήκες ανείπωτης καταστροφής στη βαλκανική χερσόνησο, καθώς σηματοδότησαν την απαρχή εμφυλίων πολέμων και τη διενέργεια εκτεταμένων εθνοκαθάρσεων εντός ορισμένων από τα τότε νεοϊδρυθέντα κράτη. Στα βόρεια σύνορα της χώρας μας προέκυψε ένα κράτος με πρωτεύουσα τα Σκόπια, το οποίο αργότερα με την ενδιάμεση συμφωνία αναγνωρίστηκε ως «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» και με επίσημη σημαία ένα σύμβολο που ευθέως παραπέμπει στον «Ήλιο της Βεργίνας».
Την περίοδο του απόλυτου χάους στη διεθνή πολιτική και έτι περισσότερο στα Βαλκάνια, όταν το νεότευκτο κρατίδιο εκλιπαρούσε για διεθνή αναγνώριση και οικονομική στήριξη, η Ελλάδα επέλεξε να μην πιέσει συντεταγμένα και μέσω μίας τεκμηριωμένης στρατηγικής, αλλά να επιδείξει δύο προσωπεία. Στο εξωτερικό, το πρόσωπο ήταν εκείνο του «καλού παιδιού της δύσης» σε πλήρη συνέχεια της αναγνώρισης της μακεδονικής γλώσσας το 1977. Ο κ. Σαμαράς αναγνώρισε το κράτος ως «Μακεδονία» επανειλημμένως μέσω της προσυπογραφής του σε διπλωματικά έγγραφα, οι διπλωματικές πιέσεις ήταν χλιαρές και το θέμα αφηνόταν στις καλένδες με τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Μητσοτάκη να διακηρύττει ότι «το θέμα θα έχει ξεχαστεί σε δέκα χρόνια».
Στο εσωτερικό, επελέγη η «στρατηγική του μακεδονομάχου», η οποία τελικά δεν ήταν στρατηγική επίλυσης του θέματος αλλά στρατηγική οικοδόμησης πολιτικών καριερών. Μεγαλοστομίες και βαρύγδουπες δηλώσεις εξασφάλισαν τις ψήφους εθνικιστικών κύκλων και ο ελληνικός λαός αφέθηκε με την εντύπωση ότι τα εθνικά συμφέροντα διαφυλάχθηκαν. Όμως, είναι έτσι ή απλά στρουθοκαμηλίζαμε ενώπιον μίας κατάστασης η οποία γινόταν ολοένα και πιο δυσχερής για τη χώρα μας; Όταν ο βόρειος γείτονάς μας αναγνωριζόταν από τα 2/3 των κρατών-μελών του Ο.Η.Ε. ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και όταν ανεγείρονταν αγάλματα του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου ή ονομάζονταν δρόμοι με παραπομπές στην Αρχαία Μακεδονία, ποιοι κυβερνούσαν αυτόν τον τόπο; Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.;
Η σημερινή κυβέρνηση παρέλαβε στα χέρια της μια βραδυφλεγή βόμβα εξασφαλίζοντας την απόσυρση κάθε είδους αλυτρωτισμού εκ μέρους της Π.Γ.Δ.Μ., τη μετονομασία δρόμων και του αεροδρομίου των Σκοπίων, καθώς και τη συζήτηση επί ενός ονόματος, το οποίο δε θα παραπέμπει στην Αρχαία Μακεδονία. Πως απαντά στην ρεαλιστική προσέγγιση του ζητήματος το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Με περίσσιο θράσος και πλεόνασμα πατριδοκαπηλίας φθάνοντας στο σημείο να αποδομήσει ακόμα και το κεκτημένο του Βουκουρεστίου, το οποίο δημιούργησε η ίδια, με δηλώσεις όπως του Αντιπροέδρου της Ν.Δ. κ. Γεωργιάδη: «Προτείναμε το 2008 σύνθετη ονομασία στον Γκρουέφσκι γιατί ξέραμε ότι θα αρνηθεί»!
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ιδανικό σενάριο για όλους μας θα ήταν η αποκοπή της Π.Γ.Δ.Μ. από οποιαδήποτε αναφορά σε «Μακεδονία» ή «μακεδονικότητα». Αυτό, ωστόσο, συνιστούσε εφικτό στρατηγικό στόχο την περίοδο 1990-93, για τη μη εκπλήρωση του οποίου οφείλουν να απολογηθούν οι τότε ιθύνοντες. Πλέον, η Ελλάδα έχει καθήκον να συμβάλλει – όπως και έπραξε μέσω της ανακοινωθείσας συμφωνίας – στην επίλυση του προβλήματος με ρεαλιστικούς όρους, υπό το βάρος των πολιτικών επιλογών των προηγούμενων κυβερνήσεων και με το βλέμμα της στραμμένο στην ειρηνική συνύπαρξη των λαών των Βαλκανίων. Προς αυτή την κατεύθυνση, οφείλουν όλοι όσοι θέλουν να θεωρούνται υπεύθυνοι και σοβαροί πολιτικοί σχηματισμοί του τόπου να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Εφημερίδα ‘Kontra News’, 17/6/2018